- εξαναβαίνω
- ἐξαναβαίνω (Α)ανεβαίνω από κάποιο τόπο σε άλλον που βρίσκεται ψηλότερα ή πιο μεσόγεια, τελειώνω την ανάβαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεξαναβαίνω — Α 1. υποχωρώ αιφνίδια («φάσγανον ὀξὺ φέροντος ὑπεξαναβὰς ποδὶ Κάστωρ σκαιῷ», Θεόκρ.) 2. ανεβαίνω σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαναβαίνω «ανεβαίνω σε κάποιον τόπο»] … Dictionary of Greek